- αποδεκτός
- -ή, -ό (AM ἀποδεκτός, -ή, όν κ. -ός, -όν) [αποδέχομαι]1. ο παραδεκτός2. ο ευπρόσδεκτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποδεκτός — αποδεκτός, ή, ό και αποδεχτός, ή, ό παραδεκτός: Του είπε ότι η μεσολάβησή του στη διαφορά που είχε με τον Α ήταν αποδεκτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποδεκτός — acceptable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδεκτόν — ἀποδεκτός acceptable masc/fem acc sg ἀποδεκτός acceptable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδεκτούς — ἀποδεκτός acceptable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδεκτά — ἀποδεκτός acceptable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδεκτῶς — ἀποδεκτός acceptable adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευαπόδεκτος — η, ο (ΑΜ εὐαπόδεκτος, ον) 1. αυτός τον οποίο εύκολα αποδέχεται κάποιος, ο αποδεκτός μσν. καλόδεχτος, ευχάριστος, ευάρεστος. επίρρ... εὐαποδέκτως (Μ) με τρόπο ευαπόδεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο δεκτός (< απο δέχομαι), πρβλ. αν απόδεκτος] … Dictionary of Greek
ευδοκώ — (ΑΜ εὐδοκῶ, έω) αποδέχομαι, συγκατατίθεμαι, αποφασίζω να κάνω κάτι («εὐδόκησε ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῡναι ὑμῑν τὴν βασιλείαν», ΚΔ) νεοελλ. 1. ειρων. συγκατατίθεμαι να κάνω κάτι ύστερα από πολλή δυσκολία («ο ταμίας ευδόκησε να μού δώσει τον μισθό μου») 2 … Dictionary of Greek
ἀποδεκτοτέρα — ἀποδεκτοτέρᾱ , ἀποδεκτός acceptable fem nom/voc/acc comp dual ἀποδεκτοτέρᾱ , ἀποδεκτός acceptable fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλυτος — η, ον (AM ἄλυτος, ον) 1. γεν. αυτός που δεν λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί 2. άρρηκτος, αδιάσπαστος, στέρεος 3. συνεχής, αδιάκοπος, ακατάλυτος και (στα μσν.) αιώνιος 4. ο μη χαλαρωμένος, ο αχαλάρωτος νεοελλ. αρχ. αυτός τού οποίου δεν βρέθηκε η λύση … Dictionary of Greek